- αστέφανος
- ος ον1) без венков (о покойнике); 2) без обруча (о бочке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστέφανος — η, ο (Α ἀστέφανος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος 2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο αρχ. αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος … Dictionary of Greek
ἀστεφανώτατος — ἀστέφανος without crown masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεφάνους — ἀστέφανος without crown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέφανοι — ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστεφος — ἄστεφος, ον (Α) ο αστέφανος* … Dictionary of Greek
αστεφής — ἀστεφής, ές (Α) ο αστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεφής < στέφος («στεφάνι») < στέφω] … Dictionary of Greek
κἀστέφανοι — ἀστέφανοι , ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)